λεοντοκάρδιος

λεοντοκάρδιος
λεοντοκάρδιος, -ον (Μ)
λεοντόκαρδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λεοντ(ο)-* + -κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ-κάρδιος, κλονο-κάρδιος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λεοντ(ο)- — (AM λεοντ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων τής Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. λέων (θ. λεοντ ) και έχει τη σημ. ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στο λιοντάρι (πρβλ. λεοντάγχης, λεοντοβότος, λεοντομάχος) ή έχει χαρακτηριστικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”